ενδιαφέρω

ενδιαφέρω
(тк ενεστ. и παρατ ) 1. μετ. интересовать, заинтересовывать, занимать;

μ' ενδιαφέρει πολύ το θέατρο — я очень интересуюсь театром;

τί σ' ενδιαφέρει εσένα; — какое тебе дело?;

δεν μ' ενδιαφέρει — мне безразлично, всё равно;

2. αμετ. представлять интерес; иметь значение; быть важным;

μ' ενδιαφέρει να μάθω — мне интересно узнать;

δεν ενδιαφέρει η ποσότητα, αλλ' η ποιότητα — дело не в количестве, а в качестве;

ενδιαφέρομαι

1) — интересоваться, заинтересовываться;

ενδιαφέρομαι γιά κάποιον — интересоваться кем-л.;

δεν ενδιαφέρεται γιά τίποτα — он ничем не интересуется;

2) заботиться, беспокоиться;

ενδιαφέρεται διά τούς ορφανούς — он заботится о сиротах;

ενδιαφέρεται διά την ΰπόθεσίν μου — он хлопочет о моём деле;

ενδιαφέρομαι γιά την τύχη κάποιου — интересоваться судьбой кого-л.;

принимать участие в чьёй-л. судьбе;
3) интересоваться, увлекаться (кем-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Полезное


Смотреть что такое "ενδιαφέρω" в других словарях:

  • ενδιαφέρω — βλ. πίν. 217 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ. και ως απρόσ. ενδιαφέρει) Σημειώσεις: ενδιαφέρω : απαντάται και η λόγια μτχ. ενεστώτα (ενδιαφέρων, ουσα, ον) ως επίθετο ή ουσιαστικό (το ενδιαφέρον) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενδιαφέρω — 1. προκαλώ την προσοχή («δεν μ ενδιαφέρει τί κάνεις») 2. απρόσ. ενδιαφέρει έχει σημασία, σπουδαιότητα («δεν ενδιαφέρει η ποσότητα αλλά η ποιότητα») 3. μέσ. δείχνω ιδιαίτερη φροντίδα («δεν ενδιαφέρεται για τίποτε») 4. μέσ. έχω συμφέρον 5. μέσ. μτφ …   Dictionary of Greek

  • ενδιαφέρω — ενδιαφέρθηκα 1. μτβ., προκαλώ το ενδιαφέρον και την προσοχή κάποιου, παρουσιάζω ενδιαφέρον: Με ενδιαφέρουν οι πολιτικές εκλογές. 2. αμτβ., στο γ εν. πρόσωπο ενδιαφέρει αξίζει τον κόπο, είναι σημαντικό, έχει σπουδαιότητα: Ενδιαφέρει να βρούμε αίμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενδιαφέρομαι — βλ. ενδιαφέρω …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • ενδιαφέρομαι — βλ. ενδιαφέρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»